αμεγέθυντος

αμεγέθυντος
-η, -ο [μεγεθύνω]
αυτός που δεν μεγεθύνθηκε ή δεν μπορεί να μεγεθυνθεί, να αυξηθεί, να επεκταθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμεγέθυντος — η, ο βλ. αμεγάλωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”